- δηλητηριαστής
- ο (θηλ. δηλητηριάστρια, η)αυτός που δηλητηριάζει, που προξενεί βλάβη ή που σκοτώνει με δηλητήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < δηλητηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Ασώπιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φάρμακος — ὁ, ἡ, Α δηλητηριαστής ή μάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακός, με αναβιβασμό τού τόνου. Η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. τού φάρμακον «δηλητήριο, φαρμάκι» και «μαγεία, μαγγανεία» (για σημ. βλ. λ. φάρμακο)] … Dictionary of Greek
φαρμακτήρ — ῆρος, ὁ, Α δηλητηριαστής, φαρμακεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάσσω + επίθημα τήρ (πρβλ. φυλακ τήρ)] … Dictionary of Greek